Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

«Το Μέλλον Επινοείται με Θραύσματα του Παρελθόντος»: μέσα στο μυθικό σύμπαν της Maria Lassnig

Maria Lassnig, Γυναίκα Λαοκόων (λεπτομέρεια), 1976, λάδι σε καμβά, 193 x 127 εκ., Maria Lassnig Foundation © Maria Lassnig Foundation. Φωτογράφιση: Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Η Maria Lassnig πέθανε σε ηλικία 94 ετών το 2014. Όλοι μιλούν σήμερα όχι μόνο για μια σπουδαία και αντισυμβατική δημιουργό, αλλά και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γυναίκα. Η έκθεση των έργων της παρουσιάζεται με τίτλο «Το Μέλλον Επινοείται με  Θραύσματα του Παρελθόντος» από τις 7 Απριλίου έως τις 16 Ιουλίου 2017 στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, κτίριο Μεταξουργείου.

Η Maria Lassnig στο στούντιο της στο Κλάγκενφουρτ, Καρινθία, 1949. Φωτογράφηση: Willi E. Prugger. Αρχείο Maria Lassnig Foundation.

Η έκθεση, την οποία  επιμελείται ο Hans Ulrich Obrist και αποτελεί το τελευταίο εκθεσιακό γεγονός που πρόλαβε να σχεδιάσει η ίδια η Maria Lassnig προσωπικά μαζί του, εστιάζει σε σημαντικά έργα που φωτίζουν τη σχέση της καλλιτέχνιδας με την αρχαιότητα, τη μυθολογία, το ρόλο της γυναίκας και το ελληνικό τοπίο. Στην Ελλάδα, η Lassnig είδε την ιστορία και τη μυθολογία να συναντούν το παρόν, με φόντο ένα τοπίο που ξυπνούσε μνήμες από την αρχαιότητα. Και μολονότι ο τόπος απείχε παρασάγγας από το εικαστικό γίγνεσθαι της εποχής, δεν έπαυε να προσφέρει υλικό και τροφή για σκέψη και δημιουργία.

Maria Lassnig,  Άτλας, 1985, λάδι σε καμβά, 200 x 265 εκ. The Albertina Museum, Βιέννη. Συλλογή Essl © Maria Lassnig Foundation

«Στάθηκε δυνατό για μας να παρουσιαστεί η διοργάνωση αυτή σε μια ιδανική τοποθεσία», λέει ο Peter Pakesch, διευθυντής του Ιδρύματος Maria Lassnig. «Η Αθήνα, βέβαια, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το παρελθόν, αλλά επίσης, στη σημερινή κατάσταση, και με το παλλόμενο παρόν και με τη σοβαρότητα του ευρωπαϊκού ζητήματος».

Maria Lassnig, 1978, Βερολίνο, DAAD.

Το ιστορικό μέγεθος της καλλιτέχνιδας Maria Lassnig τονίζεται από τη συγκυρία της συμπόρευσης της έκθεσης με τη documenta 14 και τη θεματική της «Learning from Athens». Η Maria Lassnig επισκεπτόταν συχνά την Ελλάδα από τη δεκαετία του ’50 και ζωγραφίζει όλο και πιο συστηματικά έργα που αφορούν στο ρόλο της γυναίκας στην αρχαία μυθολογία και την αγάπη της για το μεσογειακό τοπίο. Η καλλιτέχνις αποφασίζει έτσι να παρουσιάσει την ιδιαίτερη σχέση της με την Ελλάδα στο τέλος της ζωής της όπως παρουσιάζεται σήμερα στην Αθήνα.

Maria Lassnig, Γυναίκα Λαοκόων, 1976, λάδι σε καμβά, 193 x 127 εκ. Maria Lassnig Foundation © Maria Lassnig Foundation. Φωτογράφιση: Κωνσταντίνος Βακουφτσής

«Η Lassnig δε χρειάζεται ούτε στέμμα, ούτε θρόνο, ούτε δράμα, ούτε θαύμα για να είναι «ο εαυτός της». Παράλληλα όποια μορφή μπορεί να αγγίζει την εικονογραφία της εξουσίας και τη διαδικασία μοιράσματός της, γίνεται παιχνίδι και σαρκασμός, είτε επάνω της είτε μπροστά της, με ένα λεπτό και σχεδόν αδιάφορο χιούμορ χωρίς ίχνος υπαρξιακού αυτισμού. Δεν απεικονίζει ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε το βασιλικό σκήπτρο ούτε την κουδουνίστρα του γελωτοποιού. Η μυθολογία είναι ένα με την έλλειψη νοήματος ή με την ταύτιση με λαϊκές, κοινότυπες εκφράσεις, όπως «πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα». Τίποτα παραπάνω. 

Maria Lassnig, Den Stier bei den Hörnern packen, mid ‘80s, Oil on canvas, 145 x 200 cm, Maria Lassnig Foundation, © Maria Lassnig Foundation, Municipal Gallery of Athens Archive. Φωτογράφιση: Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Πόσο μάλλον που δεν απεικονίζει ούτε το εκάστοτε στιλ ή κυρίαρχο τρόπο γραφής του καιρού, που θα την έβαζαν στη σειρά όσων περιμένουν την αναγνώριση τους ως καλλιτέχνες μέσα από την ένταξή τους στην εποχή. Και βέβαια, ειρωνεύεται με τον πιο άμεσο τρόπο –κι εδώ η σχέση με τη μυθολογία είναι άμεση– όσους θεωρούν τον καλλιτέχνη ως υποκατάστατο του Δημιουργού και πιστεύουν πως υπερβαίνουν την εποχή διεκδικώντας την αιωνιότητα.

Maria Lassnig, Δισκοβόλος στη Λίνδο, 1984, Λίνδος, Ρόδος ακουαρέλα και λευκή βάση σε χαρτί, 47,5 x 65,1 εκ. Φωτογράφιση: Roland Krauss Maria Lassnig Foundation © Maria Lassnig Foundation

Η Lassnig δεν διεκδικεί καμία τέτοια αναγνώριση. Προχωρά αυθόρμητα, σε μια συνεχή άσκηση αυτογνωσίας όπου το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός καταλύουν τις περισσότερες φορές το έλλογο και αναφορικό περιεχόμενο του έργου της. Έτσι φεύγει συνεχώς – διαφεύγει προφανώς– από το δεδομένο, πως σε αναγνωρίζουν για να σε τσακώσουν, για να σε σταματήσουν, να σε συλλάβουν, να σε κατατάξουν και τυποποιήσουν πάνω στα δεδομένα της κρίσης που σου προσδίδει η αναγνώριση αυτή, χαράσσοντάς σου ένα προφίλ, ένα ρόλο, μια θέση στη ιεραρχία της εκάστοτε σκηνής, αυλής ή αγιογραφίας» γράφει στον κατάλογο της έκθεσης ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης, Ντένης Ζαχαρόπουλος.

Maria Lassnig, Καρυάτιδα, 1974 λάδι σε καμβά, 127 x 143 εκ. Museum moderner Kunst Stiftung Ludwig, Wien (mumok), Βιέννη © Maria Lassnig Foundation

«Στην τελευταία συνάντησή μου με τη Maria Lassnig», λέει ο Hans Ulrich Obrist, επιμελητής της έκθεσης, «συζητήσαμε για μια συνεργασία που έμελλε να γίνει η τελευταία μας, μια έκθεση για τη σχέση της με την ελληνορωμαϊκή μυθολογία. 

Maria Lassnig, The Optical Age, 1985. Oil on canvas, 39 x 29 1/2 inches. Courtesy the artist. Φωτογράφιση: Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Η Maria συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για ένα εκτενές σώμα: ακουαρέλες με θέμα πλάσματα της μυθολογίας, την αρχαία Ελλάδα και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, που δημιούργησε εμπνεόμενη από τα συχνά ταξίδια της στη Μεσόγειο. Η ποιήτρια Friederike Mayröcker μας πρότεινε τον τίτλο της έκθεσης, Το Μέλλον Επινοείται με Θραύσματα του Παρελθόντος, που ισχύει και για αυτή την πραγματική ανακάλυψη ετούτων των έργων, που φιλοτεχνήθηκαν τα περισσότερα τη δεκαετία του 1980. Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος που γίνεται πραγματικότητα η τελευταία μου συνεργασία με τη Maria».

Ο μακρύς και δημιουργικός βίος μιας πρωτοπόρου των εικαστικών του 20ού αιώνα

Η Maria Lassnig στο καλοκαιρινό της στούντιο, Καρινθία, 2008. Στο πίσω μέρος «To love or not to love…», 1964/65-2008. Φωτογράφηση: Sepp Dreissinger. Αρχείο Maria Lassnig Foundation.

Η Maria Lassnig (1919-2014) θεωρείται μία από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες σήμερα. Στη διάρκεια της πολύχρονης σταδιοδρομίας της, δημιούργησε ένα σημαντικό σύνολο έργων στα καλλιτεχνικά είδη της ζωγραφικής και της γραφιστικής, με παράλληλες εξορμήσεις στον κινηματογράφο (animation) και τη γλυπτική. Η Lassnig διατηρούσε έναν εστιασμένο διάλογο με την τέχνη της, η οποία βρισκόταν αδιάλειπτα στο επίκεντρο της ζωής της.

Maria Lassnig, Self-Portrait Under Plastic, 1972. Oil on canvas, 19 5/8 x 22 inches (55 x 56 cm). Collection de Bruin-Heijn

Η κεντρική έννοια που διέπει το έργο της Lassnig είναι, πάνω απ’ όλα, η αντίληψη του Körpergefühl, δηλαδή η επίγνωση μέσω του σώματος: ανακαλύπτοντας, δια της ενδοσκόπησης, την πραγματική φύση της κατάστασής της, εξέφραζε σωματικές αισθήσεις με καλλιτεχνικά μέσα. Μεγάλος αριθμός αυτοπροσωπογραφιών συνηγορεί για τη διαδικασία και τη μορφή της αυτοανάλυσης στην οποία υπέβαλε ακατάβλητα τον εαυτό της η εξαιρετικά ευαίσθητη καλλιτέχνιδα. Δεδομένου ότι η Lassnig άφησε το στίγμα της σε ένα ευρύ πεδίο καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, θεωρείται ως μία από τις ιδρύτριες της αυστριακής art informel (άμορφης τέχνης), αλλά και πρωτοπόρος της γυναικείας χειραφέτησης στον ανδροκρατούμενο κόσμο της τέχνης. Το έργο που οραματίστηκε και πραγματοποίησε άσκησε ευρύτατη επίδραση στις μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών.

Maria Lassnig, Eye Figure, 1995. Oil on canvas, 39 1/2 x 49 1/4 inches. Courtesy the artist. Φωτογράφιση: Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Η Maria Lassnig γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1919 στην Carinthia της Αυστρίας, όπου έλαβε το δίπλωμα Matura ολοκληρώνοντας με επιτυχία τη σχολική της εκπαίδευση στο Klagenfurt και δίδαξε για σύντομο χρονικό διάστημα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Από το 1940 έως το 1945, σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών (Akademie der bildenden Künste) της Βιέννης. Μετά την απόκτηση του διπλώματος της Ακαδημίας, η Lassnig επέστρεψε στο Klagenfurt, όπου το στούντιό της αναδείχθηκε σε χώρο συνάντησης καλλιτεχνών και συγγραφέων. Αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου της στη διερεύνηση καλλιτεχνικών τάσεων στο πλαίσιο του εξπρεσιονισμού και του σουρεαλισμού. Η Lassnig επισκέφτηκε πολλές φορές ως υπότροφος το 1951-1952 το Παρίσι, όπου ανακάλυψε την art informel. Με την επιστροφή της στη Βιέννη, η Lassnig προσχώρησε στη Λέσχη Τέχνης και την ομάδα Hundsgruppe, και διατηρούσε επίσης επαφή με συγγραφείς από τον κύκλο της ομάδας της Βιέννης, καθώς και με την καλλιτεχνική σκηνή της γκαλερί St. Stephan.

Maria Lassnig, Νύμφες του Wörthersee, 2011, λάδι σε καμβά, 204 x 211 εκ., Maria Lassnig Foundation © Maria Lassnig Foundation

Από το 1960, η Lassnig ζούσε στο Παρίσι, όπου η καλλιτεχνική παραγωγή της στα πεδία της ζωγραφικής και της γραφιστικής προανάγγελλαν το μεταγενέστερο έργο της. Το 1968, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου ανακάλυψε τον κινηματογράφο (animation). Σε ηλικία 60 ετών, το 1980, η Lassnig έγινε Καθηγήτρια στο Hochschule für Angewandte Kunst (Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Τεχνών) της Βιέννης. Έως το 1989, παρέδιδε το master class με θέμα Gestaltungslehre – experimentelles Gestalten (με ειδίκευση στη ζωγραφική και το animation). Το 1988, έγινε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο της Αυστρίας για τις Τέχνες.

The exhibition “Maria Lassnig. The Future is Invented with Fragments from the Past” at the Municipal Gallery of Athens in Metaxourgio Building presents 50 works, paintings and works on paper, especially watercolours, which seize upon motifs from Greek mythology and their expansive and permanent exchange with all Mediterranean civilisations. Φωτογράφιση: Κωνσταντίνος Βακουφτσής

«Ο διάλογός μου με τη Maria Lassnig ξεκίνησε το 1993 και οδήγησε σε πάνω από δύο δεκαετίες εντατικής συνεργασίας και στενής φιλίας, στην επιμέλεια της έκδοσης του συνόλου των κειμένων της και την έκθεσή της στη Serpentine Gallery στο Λονδίνο.  Ανάμεσα σε τόσα έργα νεότερων καλλιτεχνών όλα αυτά τα χρόνια, η ζωγραφική της Lassnig απέδειξε ότι διαθέτει εξαιρετικά ισχυρή ακτινοβολία, μια ποιότητα που μόνο ενισχύθηκε με το χρόνο – πράγμα αξιοσημείωτο για καλλιτέχνιδα ενεργή επί πάνω από επτά δεκαετίες

Maria Lassnig, Selbst als Almkuh, 1987, Oil on canvas, 80 x 100 cm, Maria Lassnig Foundation, © Maria Lassnig Foundation, Municipal Gallery of Athens Archive. Φωτογράφιση: Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Η Lassnig φιλοτέχνησε πορτραίτα, αυτοπροσωπογραφίες και ημι-παραστατικά αφαιρετικά έργα που, χρησιμοποιώντας τολμηρές φόρμες και έντονα χρώματα, ξεφεύγουν από τη στατικότητα της παραδοσιακής προσωπογραφίας. Για να χαρακτηρίσει το εικαστικό ιδίωμα που επινόησε για να απεικονίσει αόρατες εκφάνσεις της εσώτερης αίσθησης, και το οποίο άνοιξε καινούριους ορίζοντες για τη ζωγραφική, η καλλιτέχνιδα έπλασε τη φράση “πίνακες συνειδητοποίησης μέσω του σώματος”», λέει ο Hans Ulrich Obrist.

Φωτογράφιση: Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Lassnig στράφηκε στα μεγάλα υπαρξιακά θέματα, με τη σειρά έργων με τίτλο Drastische Bilder (Δραστικές Εικόνες). Τα τελευταία χρόνια της ζωής της απέκτησε διεθνή φήμη και αναγνώριση μέσα από ατομικές εκθέσεις, όπως εκείνες που πραγματοποίησε στις Serpentine Galleries στο Λονδίνο το 2008, στο mumok της Βιέννης και στο Ludwig Museum της Κολωνίας το 2009, στη Städtische Galerie im Lenbachhaus του Μονάχου το 2010, στη Neue Galerie Graz το 2012, στο Deichtorhallen του Αμβούργου το 2013 και τέλος στο MoMA PS1 το 2014.

Maria Lassnig, Κρητικός Ταύρος, 1994, Κρήτη ακουαρέλα σε χαρτί, 48 x 65,5 εκ. Maria Lassnig Foundation © Maria Lassnig Foundation

Η ευρύτατη απήχηση του έργου της Lassnig καταδεικνύεται και από την απονομή του Διεθνούς Βραβείου Roswitha Haftmann το 2002 και το Παράσημο Τεχνών και Επιστημών της Αυστρίας το 2005. Η κορυφαία διάκριση που έλαβε ήταν ο Χρυσός Λέων στην Μπιενάλε της Βενετίας για τη συνολική προσφορά της (Lifetime Achievement) το 2013.

Πηγή: ελculture












Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Ο Γκυστάβ Μορώ και η Ελληνική Μυθολογία. Gustave Moreau and Greek Mythology

Γκυστάβ Μορώ, Η Ευρώπη και ο ταύρος. 1869

Ο Γκυστάβ Μορώ (Gustave Moreau, 6 Απριλίου 1826 – 18 Απριλίου 1898) ήταν Γάλλος ζωγράφος και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπος του κινήματος του συμβολισμού.

Γκυστάβ Μορώ, Οι Μνηστήρες. 1852-1853

Ο Μορώ άντλησε τα θέματά του κυρίως μέσα από το χώρο της μυθολογίας και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για όλους τους μεταγενέστερους συμβολιστές καλλιτέχνες, όχι μόνο στις εικαστικές τέχνες αλλά και στη λογοτεχνία.

Το 1891 έγινε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού και μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγεται και ο Ανρί Ματίς. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1903, το εργαστήριό του μετατράπηκε στο σημερινό Μουσείο Gustave Moreau, στο Παρίσι.

Γκυστάβ Μορώ, Ορφέας. 1865

Η τέχνη του Μορό, λέγεται ότι δεν έχει προγόνους ή απογόνους. Απλά ο Moreau είναι ο δάσκαλος ζωγράφων της πρωτοπορίας. Το έργο του αποτελεί συνέχεια του Ρομαντισμού (πνεύμα, ρομαντικά ιδεώδη, δύναμη φύσης) και το υποκειμενικό στοιχείο είναι διαφορετικό από τον Ιμπρεσιονισμό. Έχει στοιχεία από τον Ρομαντισμό αλλά τα πηγαίνει πιο κάτω. Ο Ορφέας και η λύρα του εδώ, διηγούνται την ιστορία όπου μια κοπέλα, τα βρήκε και τα κρατάει, ενώ ξέρουμε ότι οι Μαινάδες έχουν σκοτώσει τον Ορφέα και τα έχουν πετάξει στον ποταμό Έβρο. Έχουμε χρήση Μυθολογικού θέματος. Ο χειρισμός χρώματος και τοπίου αντλείται από την παράδοση, και βέβαια υπάρχει αφηγηματικό κομμάτι. Οι χελώνες καθώς και οι μουσικοί στην εικόνα, υποδηλώνουν το διαχρονικό χαρακτήρα της λύρας του Ορφέα, άρα της μουσικής, η οποία θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά τον Ορφέα. Έχουμε να κάνουμε με την τέχνη του Ντα Βίντσι, που θεωρείται ο συμβολιστής της Αναγέννησης, με μυστικιστική - λυρική διάθεση και βάθος. Υπάρχει «εκλεκτικισμός». Παίρνει στοιχεία από πολλές πηγές (Αναγέννηση, Μεσαιωνικές ταπισερί και χειρόγραφα και τα αποδίδει με καθαρά χρώματα, σχέδια και ποιητικά στοιχεία.)

Γκυστάβ Μορώ, Ο Οιδίποδας και η Σφίγγα. 1808

Ο Οιδίποδας και η Σφίγγα είναι αριστουργηματικός πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Γκυστάβ Μορώ. Φιλοξενείται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Ο πίνακας περιγράφει το μύθο του Οιδίποδα και της Σφίγγας. Ο ήρωας έχει συναντήσει το μυθικό τέρας, με μορφή γυναίκας, φτερούγες αρπακτικού πτηνού και σώμα λιονταριού. Κατασκευάστηκε το έτος 1808 από τον τότε άγνωστο 38χρονο Μορώ και αγοράστηκε από τον Ναπολέοντα τον Μάιο του 1864. Κεντρική μορφή του πίνακα είναι η Σφίγγα, η οποία έχει ανέβει στο στήθος του Οιδίποδα. Ο Οιδίπους βρίσκεται σε αδιέξοδο με την πλάτη στο βράχο. Φοράει χλαμύδα, στηρίζεται στο δόρυ του και αντικρίζει τη Σφίγγα έτοιμος να την αντιμετωπίσει. Ανάμεσα στη σκηνή και στον θεατή ανοίγεται γκρεμός, στον οποίο βρίσκονται μόνο λίγα υπολείμματα των διαμελισμένων σωμάτων των προηγούμενων περαστικών θυμάτων του τέρατος. Στη δεξιά πλευρά του πίνακα διακρίνουμε έναν κίονα με φίδι που αναρριχάται προς μία πεταλούδα. Δεξιά και αριστερά φυτρώνει λίγη βλάστηση, μια συκιά και μια δάφνη. Αριστερά, στο βάθος, ένας δρόμος οδηγεί μέσα από ένα φαράγγι για την Θήβα.

Γκυστάβ Μορώ, Ο Ιάσων και η Μήδεια. 1865

Φιλοξενείται στο Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι. Ο πίνακας έχει ως θέμα τον μύθο του χρυσόμαλλου δέρατος. Εικονίζει τον Ιάσονα μαζί με την μάγισσα Μήδεια, που με την βοήθειά της κατάφερε να σκοτώσει τον δράκο που φύλαγε το χρυσόμαλλο δέρας και να το αποκτήσει.

Γκυστάβ Μορώ, Προμηθέας. 1868

Στην τριλογία του Αισχύλου «Προμηθεύς» ο Τιτάνας Προμηθέας εμφανίζεται ως ο δωρητής της φωτιάς, των τεχνών και των επιστημών στους ανθρώπους. Ο Ζευς τιμώρησε τον Προμηθέα σταυρώνοντάς τον στον Καύκασο. Ο Προμηθέας, αν και είχε καλές και αγνές προθέσεις έναντι των ανθρώπων, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, απ’ όπου ξεπήδησε το πιο χρήσιμο μα και επικίνδυνο αγαθό, το «πυρ».

Γκυστάβ Μορώ, Περσέας και Ανδρομέδα. 1867-1869

Η Ανδρομέδα, πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, ήταν κόρη του Κηφέα, βασιλιά των Κηφήνων ή των Αντιόπων και της Κασσιόπης ή Κασσιόπειας ή Κασσιέπειας (ή κατ' άλλους της Ιόππης, της κόρης του Αιόλου). Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Κασσιόπη ισχυρίστηκε ότι ήταν ωραιότερη από τις Νηρηίδες, ο Ποσειδών, για να την εκδικηθεί, προκάλεσε καταιγίδα στην Αιθιοπία, από την οποία πλημμύρισε τη χώρα, και επιπλέον έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας, το Κήτος που κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα. Σύμφωνα με το χρησμό του μαντείου του Άμμωνα, για να σωθεί η χώρα έπρεπε η Ανδρομέδα να θυσιαστεί στο τέρας· έτσι την εγκατέλειψαν σ΄ ένα βράχο της ακτής, για να την καταβροχθίσει το Κήτος. Η Ανδρομέδα λοιπόν βρέθηκε δεμένη στο βράχο, στο έλεος του κτήνους. Ο Περσέας ο οποίος επέστρεφε από τη σφαγή της Γοργούς, σκότωσε το Κήτος, την ελευθέρωσε και την παντρεύτηκε αγνοώντας το Φινέα, με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη η Ανδρομέδα. Στη διάρκεια της γαμήλιας τελετής ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στους δυο άνδρες, και ο Φινέας τελικά πέτρωσε, αφού κοίταξε το κεφάλι της Γοργούς. Η Ανδρομέδα ακολούθησε τον άνδρα της στην Τίρυνθα του Άργους. Γέννησαν έξι γιούς: τον Πέρση, τον Αλκαίο, τον Ήλιο, το Μήστορα, το Σθένελο, και τον Ηλεκτρύωνα και μια κόρη τη Γοργοφόνη. Μετά το θάνατό της η Αθηνά την έκανε άστρο και την έβαλε στους αστερισμούς του βόρειου ουρανού κοντά στον Περσέα και την Κασσιόπη. Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, καθώς και ο Κορνήλιος, παρουσίασαν αργότερα το μύθο σε τραγωδίες τους.

Γκυστάβ Μορώ, Φαέθων. 1878

Κατακεράυνωση από τον Δία, στιγμή πτώσης, απεικόνιση κορυφαίας στιγμής με πολύ έντονο τρόπο, εκρηκτική ενέργεια και εξαϋλωση χώρου και οτιδήποτε συμβατικού – επίπεδο που ανεβάζει τη φαντασία και μας πάει σε εξπρεσιονισμό και σουρεαλισμό, μας δείχνει την ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη.

Γκυστάβ Μορώ, Ησίοδος και Μούσα, 1870

Όταν ο Ησίοδος έβοσκε τα πρόβατά του στις πλαγιές του Ελικώνα, του συνέβη κάτι το παράδοξο: του εμφανίστηκαν οι Μούσες που του έδωσαν ένα κλαδί δάφνης και του δίδαξαν να τραγουδάει όμορφα, έτσι ώστε να μιλάει με θεσπέσια φωνή για τα περασμένα και τα μελλοντικά. Ο Ησίοδος ακολούθησε το κάλεσμά τους, παρουσιάστηκε ως τραγουδιστής, ως ραψωδός, όπως για παράδειγμα στους αγώνες προς τιμήν του νεκρού βασιλιά Αμφιδάμαντα στη Χαλκίδα της Εύβοιας, όπου κέρδισε ένα χάλκινο τρίποδα, τον οποίο αφιέρωσε ως ευχαριστία στις Μούσες. Ο Ησίοδος έγινε το πιο φημισμένο τέκνο της πόλης και οι κάτοικοι, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, ανέγειραν αργότερα προς τιμήν του έναν ανδριάντα του στο ιερό των Μουσών. Ο ανδριάντας ωστόσο δεν απεικονίζει τον Ησίοδο με ένα κλαδί δάφνης παρά με μια κιθάρα στα γόνατα, παρόλο που αυτός δεν απήγγελλε τα ποιήματά του με μουσική συνοδεία αλλά κρατώντας το κλαδί δάφνης στο χέρι. Σε επισκέπτες, όπως ο Παυσανίας, που 900 χρόνια αργότερα επισκέφθηκε την κοιλάδα των Μουσών ψάχνοντας τα ίχνη του Ησιόδου, οι κάτοικοι έδειχναν τον τρίποδα που λεγόταν πως κέρδισε ο Ησίοδος ως έπαθλο στη Χαλκίδα, παρουσιάζοντάς τον ως τον αρχαιότερο τρίποδα από τους εκεί βρισκόμενους. Επιπλέον, τους επιδείκνυαν στην πηγή του Περμησσού μια φθαρμένη από την πολυκαιρία, μολύβδινη πλάκα, με το κείμενό του «Έργα και Ημέραι».

Γκυστάβ Μορώ, Ο Ορέστης και Ερινύες. 1875-1893

Το έργο αυτό που καταλέγεται στο καλλιτεχνικό ρεύμα του συμβολισμού είναι μυθολογικού περιεχομένου με θέμα τον αρχαίο Ελληνικό μύθο του Ορέστη.

Γκυστάβ Μορώ, Λήδα. 1865-1875

Στην ελληνική μυθολογία η Λήδα ήταν η μητέρα των Διοσκούρων Πολυδεύκη και Κάστορα, καθώς και της ωραίας βασίλισσας της Σπάρτης Ελένης (εκ του Διός), της Κλυταιμνήστρας, της Τιμάνδρας, της Φοίβης και της Φιλονόης εκ του συζύγου της Τυνδάρεω. Κατά τις παραδόσεις ήταν τόσο ωραία, ώστε διεκδικούσαν την καταγωγή της πλείστες χώρες της αρχαιότητας όπως η Σπάρτη, η Αιτωλία, η Κόρινθος κ.ά.. Ο Ευριπίδης την αποκαλεί «Λήδα Θεστιάδα» ως κόρη του Βασιλιά της Αιτωλίας Θεστίου, ο Εύμηλος στα «Κορινθιακά» του μας πληροφορεί ότι ήταν κόρη του Γλαύκου, γιου του Σισύφου εκ της Παντειδυίας που γνώρισε και παντρεύτηκε όταν έφθασε στη Λακωνία αναζητώντας τους ίππους του. Την Παντειδυία εγκυμονούσα ήδη (εκ του Γλαύκου) νυμφεύθηκε ο Θέστιος, εξ ού και φαίνεται αυτός πατέρας της Λήδας, ενώ πραγματική του κόρη ήταν μόνο η Αλθαία. Τον γάμο της Λήδας με τον Τυνδάρεω εξηγούν τα συμβάντα κατά τα οποία ο Τυνδάρεως με τον αδελφό του Ικάριο εκδιωχθέντες από τον αδελφό τους Ιπποκόοντα κατέφυγαν στον βασιλιά της Αιτωλίας Θέστιο τον οποίον και βοήθησαν στους αγώνες του κατά των γειτονικών εχθρών του και σε αντάλλαγμα έδωσε εκείνος την κόρη του Λήδα ως σύζυγο στον Τυνδάρεω. Η συνέχεια του μύθου παρουσιάζει πολλές παραλλαγές. Επικρατέστερη όμως είναι εκείνη κατά την οποία όταν ο Δίας την είδε στον Ταΰγετο ή στη μικρή νησίδα «Πέφνον» προ των θαλαμών, την ερωτεύθηκε και ζητώντας τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης, η οποία τον μεταμόρφωσε σε Κύκνο λαμβάνοντας η ίδια μορφή αετού καταδιώκοντάς τον. Τους είδε η Λήδα και αισθανόμενη συμπάθεια προς τον κύκνο έσπευσε να τον σώσει παίρνοντάς τον μέσα στην αγκαλιά της. Λίγο αργότερα η Λήδα κατ΄ άλλους γέννησε δύο αυγά. Από το ένα βγήκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη (τα παιδιά του Δία) κι από το άλλο ο Κάστωρ και η Κλυταιμνήστρα (τα παιδιά του Τυνδάρεω). Αργότερα ο μύθος αυτός της «ωοτοκίας της Λήδας» συνυφάνθηκε με παρόμοιο μύθο της Νέμεσης εκ του οποίου και παράχθηκε η θεοποίηση της Λήδας και η ταύτισή της με τη Νέμεση.

Γκυστάβ Μορώ, Νεαρή Θρακιώτισσα με το κεφάλι του Ορφέα. 1875

Μέσα στους αιώνες ο μύθος του Ορφέα εξήψε την φαντασία πολλών λόγιων, καλλιτεχνών, και παραμυθάδων. Ανάλογα με την εποχή και την πηγή, βρίσκουμε να τονίζονται διαφορετικά στοιχεία του μύθου, ανάλογα πάντα με τις ανησυχίες, τις μόδες, και τις επιταγές της εκάστοτε εποχής. Στο ταξίδι του από τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας και τα έπη του Οβίδιου, πέρασε μέσα από μεσαιωνικά ποιήματα και παραμύθια, αποτέλεσε το θέμα της πρώτης πραγματικής όπερας (Ευρυδίκη του Jacopo Peri, 1600), αλλά και δεκάδων ακόμη οπερετικών και άλλων μουσικών ερμηνειών, μέχρι που φτάνουμε στον 19ο αιώνα, την Γαλλική αποκρυφιστική αναβίωση, και τον κύκλο των Συμβολιστών ζωγράφων που ενέπνευσε το έργο του Ζοζεφέν Πελαντάν. Εδώ πλέον βρίσκουμε τον Ορφέα, και πιο συγκεκριμένα, την απεικόνιση του κομμένου του κεφαλιού επάνω στη λύρα του, να αποτελεί κεντρικό θέμα πάρα πολλών Συμβολιστών. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε στις συμβολιστικές απεικονίσεις του Ορφέα, είναι ότι η μέγιστη πλειοψηφία ασχολείται με το αποκεφαλισμένο κεφάλι και τη λύρα – τον νεκρό, δηλαδή Ορφέα, ο οποίος ακόμη τραγουδά, ακόμη και στον θάνατο. Στον πίνακα του Μορώ βλέπουμε μια νεαρή Θρακιώτισσα να κρατά το κεφάλι και τη λύρα.

Γκυστάβ Μορώ, Χίμαιρα1884

Στην Ελληνική μυθολογία αναφέρεται η Χίμαιρα ως ένα φοβερό τέρας που εξέπνεε φωτιά, είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού, και ουρά του κατέληγε σε φίδι. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές, είχε περισσότερα από ένα κεφάλια, συνηθέστερα τρικέφαλος (κεφαλή λέοντα, κατσίκας και δράκοντα). Kατά τον Ησίοδο η Χίμαιρα ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Η Χίμαιρα ενώθηκε με τον Όρθρο και απόγονοί τους ήταν το Λιοντάρι της Νεμέας και η Σφίγγα. Το τέρας αυτό φερόταν να το εξέτρεφε ο βασιλιάς της Καρίας Αμισόδωρος. Τελικά φονεύτηκε από τον Βελλερεφόντη, που ίππευε ένα ιπτάμενο άλογο, τον Πήγασο, στη Καρία, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Υπάρχουν περισσότερες από μία περιγραφές σχετικά με τον τρόπο που έγινε αυτό. Σύμφωνα με μία, ο Βελλερεφόντης απλώς την χτύπησε με το ακόντιό του. Σύμφωνα με μία άλλη, χρησιμοποίησε μολύβι, το οποίο έλιωσε από την καυτή της ανάσα και την σκότωσε. Αλλά και για κατοικία του ζώου αυτού αναφέρονται πολλές περιοχές όπως η Φρυγία, οι Ινδίες, ακόμη και η Λιβύη. Επισημότερες όμως φέρονται η αρχαία Κόρινθος και η Σικυώνα που παράσταση αυτής έφεραν τα νομίσματά τους αλλά και οι ασπίδες των οπλιτών τους. Παρόμοιες απεικονίσεις σε ασπίδες έφεραν και οι οπλίτες της Κυζίκου και της Ζελείας. Οι μύθοι της Χίμαιρας βρίσκονται, στην Αινειάδα του Βιργίλιου, στην Ιλιάδα (Ζ' 179-182), του Ομήρου, στη Θεογονία του Ησίοδου κ.α. Από την ανάλυση και ερμηνεία των διαφόρων αναφορών περί της Χίμαιρας καθίσταται εμφανές ότι πρόκειται για αλληγορική αναφορά του ηφαιστειώδους εδάφους της Λυκίας που προήλθε κατά μεν τον Σκύλακα από έκρηξη ηφαιστείου κοντά στη Φασηλίδα, κατά δε τον Στράβωνα, (ΙΔ' 665), από κάποια ηφαιστειώδη χαράδρα του όρους Κράγου. Όσο για την εξωτερική όψη του τέρατος, ερμηνεύεται ως εξής: στους πρόποδες του ηφαιστείου ζούσαν πολλά φίδια, στην μέση ζώνη έβοσκαν κατσίκια και στα στόμια φώλιαζαν λιοντάρια. Στην φαντασία των αρχαίων δημιουργήθηκε λοιπόν το τερατόμορφο σύμπλεγμα της Χίμαιρας.

Γκυστάβ Μορώ, Οι Πιερίδες. 1889

Στη ρωμαϊκή μυθολογία με τη συλλογική ονομασία Πιερίδες αποκαλούνται γενικά οι Μούσες, ιδίως από τους Λατίνους ποιητές και συγγραφείς. Στην ελληνική μυθολογία ωστόσο ο μύθος των Πιερίδων ακολουθείται από μία διαφορετική ιστορία και γενεαλογία: οι Πιερίδες Νύμφες ήταν οι εννέα θυγατέρες του Πιέρου και της Ευίππης, και διέμεναν στην Πιερία. Σύμφωνα με τον Νίκανδρο τα ονόματά τους ήταν: Κολυμβάς, Ίυγξ, Κεγχρίς, Κίσσα, Χλωρίς, Ακαλανθίς, Νήσσα, Πιπώ και Δρακωντίς. Επειδή τραγουδούσαν ωραιότατα, οι Πιερίδες θέλησαν κάποτε να συναγωνισθούν τις Μούσες και ανέβηκαν στον Ελικώνα. Οι Μούσες όμως νίκησαν στον συναγωνισμό στο τραγούδι τις Πιερίδες και για να τις τιμωρήσουν τις μεταμόρφωσαν σε κίσσες. Ο Παυσανίας γράφει ότι όσοι και όσες αναφέρονται ως παιδιά των Μουσών, στην πραγματικότητα ήταν τέκνα των Πιερίδων.

Γκυστάβ Μορώ, Δίας και Σεμέλη. 1895

H Σεμέλη ήταν μία από τις τέσσερις κόρες του Κάδμου, ιδρυτή και βασιλιά της Θήβας, και της Αρμονίας, κόρης της Αφροδίτης και του Άρη. Ήταν μητέρα του Διόνυσου, ο οποίος ήταν ο καρπός του κρυφού γάμου της με τον Δία. Όταν η Ήρα έμαθε ότι ο Δίας ήταν κρυφά παντρεμένος με τη Σεμέλη οργίστηκε και έβαλε σκοπό να τη σκοτώσει. Μία μέρα εμφανίστηκε σε αυτήν με τη μορφή της παραμάνας της και δολερά την παρότρυνε να ζητήσει από το Δία να εμφανιστεί μπροστά της με τη θεϊκή του μορφή, όπως εμφανίζεται στην Ήρα. Όταν η Σεμέλη του το ζήτησε, αυτός απερίσκεπτα θέλοντας να ικανοποιήσει την επιθυμία της, εμφανίστηκε ως θεός, προκαλώντας εκτυφλωτικό φως και κεραυνούς οι οποίοι τη σκότωσαν. Ο Δίας τότε, πικραμένος από τον άδικο χαμό της, πήρε τον αγέννητο ακόμα Διόνυσο από την κοιλιά της και τον έραψε στον μηρό του για να τρέφεται από το αίμα του ώσπου να γεννηθεί.

Δείτε ένα βίντεο με ζωγραφική του Γκυστάβ Μορώ και μουσική του Roberto Cacciapaglia, (Ιταλός μινιμαλιστής): Lux Libera Nos.

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Η πινακοθήκη των τεράτων της ελληνικής μυθολογίας. The gallery of Monsters in Greek Mythology

Marcel Duchamp, Μινώταυρος. 1934

Το πεπρωμένο τους είναι να ενσαρκώνουν με ενθουσιασμό το πρόσωπο της απειλής, αλλά κατά κανόνα μοιάζουν απλώς να διεκδικούν το δικαίωμά τους στη ζωή.

Ο Πήγασος, ο Βελλερεφόντης και η Χίμαιρα. Εσωτερικό μελανόμορφης λακωνικής κύλικας του Ζωγράφου των Βορεαδών, περίπου 570-565 π.Χ. The J. P. Getty Museum

Τα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας είναι πλάσματα ανύπαρκτα, εξωπραγματικά, δημιουργημένα απολύτως από την αχαλίνωτη ανθρώπινη φαντασία. Είναι κατά κανόνα μιξογενή, δηλαδή συνδυάζουν ρεαλιστικά στοιχεία διαφόρων υπαρκτών πλασμάτων· ο Πήγασος ας πούμε είναι ένα άλογο με φτερά, ο γρύπας είναι ένα πλάσμα με σώμα λιονταριού που διαθέτει κεφάλι και φτερά αετού.

Τα τέρατα κινούνται στη σφαίρα του εξωπραγματικού που όμως συναντιέται κάποτε με τον πραγματικό ή πιο σωστά με τον αληθοφανή κόσμο, στην οριακή περιοχή όπου δρουν οι μεγάλοι ήρωες και ζουν οι θεοί της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Εκεί, σ’αυτή τη φανταστική χώρα του ελληνικού μύθου, τα τέρατα ζουν τη δική τους ζωή. Γεννιούνται και πεθαίνουν με τρόπους ιδιαίτερους και με τον ίδιο ιδιαίτερο τρόπο περνάνε τη ζωή τους. Φαίνεται να ορίζουν τους κανόνες, να καταδυναστεύουν τους ανθρώπους, μα στην πραγματικότητα κυνηγάνε το δικό τους πεπρωμένο και κατά κανόνα καλούνται να υπερασπιστούν την ίδια τους την ύπαρξη όταν ένας αποφασιστικός ήρωας βρεθεί στο δρόμο τους. Τα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας είναι κατ’ουσίαν πλάσματα τραγικά. Το πεπρωμένο τους είναι να ενσαρκώνουν με ενθουσιασμό το πρόσωπο του φόβου και της απειλής, αλλά κατά κανόνα μοιάζουν απλώς να διεκδικούν το δικαίωμά τους στη ζωή. 

Παρακολουθώντας τις πολύπλοκες διαδρομές των κύκλων του ελληνικού μύθου συναντάει κανείς ένα μεγάλο πλήθος τεράτων, που εμφανίζονται συνήθως σε δεύτερους ρόλους, αλλά κερδίζουν την παράσταση με την απόκοσμη παρουσία τους. Σήμερα παρουσιάζω ένα μέρος από τον ιδιότυπο θίασο των ελληνικών τεράτων θέλοντας να καταδείξω την εντυπωσιακή ποικιλομορφία που είχε για τους αρχαίους έλληνες η προσωποποίηση του φοβερού. Δεν πρόκειται για έναν εξαντλητικό κατάλογο, τα τέρατα είναι στ’αλήθεια πολλά περισσότερα, αλλά για μια αντιπροσωπευτική πινακοθήκη.

Μινώταυρος

Άγαλμα Μινώταυρου από σύμπλεγμα με τον Θησέα. 1ος αι. μ.Χ. Museo Νazionale Romano, Ρώμη.

Ο Μινώταυρος γεννήθηκε όταν ο Ποσειδώνας αποφάσισε να εκδικηθεί τον Μίνωα για την ασέβειά του να μην του θυσιάσει έναν όμορφο λευκό ταύρο. Ο θεός έκανε τη σύζυγο του Μίνωα Πασιφάη να συνερευθεί με τον ταύρο αυτόν κι έτσι γεννήθηκε αυτό το τρομερό παιδί, ένας άνθρωπος με κεφάλι ταύρου. Ο Μινώταυρος πέρασε ολόκληρη τη ζωή του έγκλειστος στο Λαβύρινθο που του έκτισε ο Μίνωας, καταβροχθίζοντας ετησίως 7 νέους και 7 νέες από την Αθήνα, μέχρι που τον εξολόθρευσε ο Θησέας.

Τυφώνας

 Χαλκιδική μελανόμορφη υδρία, 540 π.Χ., Munich, Antikensammlungen

Ο Τυφώνας ήταν το τελευταίο παιδί που γέννησε η Γαία με τον Τάρταρο και θεωρείται το ισχυρότερο από όλα τα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας. Είχε το πάνω μέρος ανθρώπου, διέθετε φτερά και το κάτω μέρος του αποτελούσαν εκατό ελισσόμενα φίδια. Όταν άρχισε να καταστρέφει πόλεις, να εκσφενδονίζει βουνά και να φοβερίζει ακόμη και τους ίδιους του Ολύμπιους θεούς, ο Δίας τον αντιμετώπισε ρίχνοντάς του 100 κεραυνούς και παγιδεύοντάς τον κάτω από την Αίτνα. Πριν πεθάνει ο Τυφώνας με τη σύντροφό του την Έχιδνα φρόντισαν να γεμίσουν τον κόσμο με ένα σωρό άλλα τέρατα, όπως την Σφίγγα, τη Χίμαιρα, τη Λερναία Ύδρα και τον Κέρβερο.

Κένταυρος

Συμπλοκή Κενταύρου με Λαπίθη, μία από τις μετόπες της νότιας πλευράς του Παρθενώνα, 446-440 π.Χ.

Οι κένταυροι είχαν τον άνω κορμό ανθρώπου και το σώμα αλόγου και ζούσαν στη Θεσσαλία. Κάποτε είχαν την κακή ιδέα να κλέψουν την Ιπποδάμεια, την ημέρα του γάμου της με τον Πειρίθου και να αρπάξουν και τις άλλες γυναίκες των Λαπιθών που επίσης κατοικούσαν στην περιοχή. Η μάχη ήταν αμφίρροπη αλλά ο Θησέας έκρινε το αποτέλεσμα βοηθώντας τους Λαπίθες. Η μάχη αυτή στην αρχαία ελληνική τέχνη συμβολίζει την σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα και γι’αυτό επελέγη ως θέμα και στις μετόπες του Παρθενώνα.

Τρίτων

Τρίτωνας που κρατάει σκήπτρο και δελφίνι. Ερυθρόμορφος αμφορέας του Ζωγράφου του Βερολίνου, 500-470 π.Χ., Harvard Art Museums

Ο Τρίτωνας είναι γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης, μισός άνθρωπος και μισός ψάρι. Είναι ο αγγελιαφόρος του πατέρα του, κυρίαρχος στη θάλασσα, κι έχει συχνά στη μυθολογία το ρόλο του σοφού γέροντα. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις βοήθησε τους Αργοναύτες όταν χάθηκαν κάπου στις ακτές της Μικράς Ασίας.

Σφίγγα

Ο Οιδίποδας αντιμέτωπος με τη Σφίγγα. Ερυθρόμορφη κύλικα, 470 π.Χ. Musei Vaticani.

Η σφίγγα έχει σώμα λιονταριού, φτερά πτηνού και γυναικεία κεφαλή. Ως γνωστόν περνούσε τον καιρό της καραδοκώντας αθώους περαστικούς για τη Θήβα τους οποίους καταβρόχθιζε ανερυθρίαστα επειδή δεν ήξεραν να απαντήσουν στον γρίφο που τους έθετε. «Τι είναι αυτό που έχει μια φωνή, τα πόδια του στην αρχή είναι τέσσερα, έπειτα δύο και τέλος τρία;» Ο Οιδίποδας ήταν ο μόνος που ήξερε να απαντήσει.

Άρπυιες

Οι Άρπυιες επί το έργον. Υδρία του Ζωγράφου του Κλεοφράδη, 480 π.Χ., J.P. Getty Museum.

Οι Άρπυιες ήταν γυναίκες με φτερά πουλιών και μάλιστα κατά τον Ησίοδο είχαν ωραία μακριά μαλλιά. Ο ρόλος τους ήταν να βασανίζουν τον Φινέα, τον γέρο βασιλιά της Θράκης, που ο Δίας όχι μόνο τον είχε τυφλώσει αλλά τον είχε καταδικάσει και να μην μπορεί να φάει τίποτα γιατί του το άρπαζαν οι Άρπυιες. Όταν έφτασαν κάποτε στον Φινέα οι Αργοναύτες, εκείνος ζήτησε από τους Βορεάδες, που επίσης μπορούσαν να πετούν σαν γιοι του Βοριά που ήταν, να τις σκοτώσουν. Εκείνοι, σοφά φερόμενοι για να μην εξοργίσουν τον Δία, απλώς τις έδιωξαν μακριά κι ο Φινέας γλύτωσε, έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του και βοήθησε με τις συμβουλές του τους Αργοναύτες να συνεχίσουν το ταξίδι τους με ασφάλεια.

Σειρήνες

Ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι του πλοίου του δέχεται επίθεση από τις Σειρήνες. Ερυθρόμορφος στάμνος του Ζωγράφου των Σειρήνων, 480-470 π.Χ.

Οι Σειρήνες ήταν πτηνόμορφες με γυναικείο κεφάλι. Ήταν πλάσματα της θάλασσας, κι όχι μόνο δεν ήταν φοβερές στην όψη, αλλά ήταν όμορφες και είχαν γοητευτική φωνή. Είχαν όμως την κακή συνήθεια να παρασύρουν με το τραγούδι τους τους ναυτικούς που πέρναγαν από το νησί τους και να τους κατασπαράζουν. Ο Οδυσσέας περνώντας από εκεί, ειδοποιημένος από την Κίρκη, είχε κλείσει τα αυτιά των ναυτικών του με κερί κι ο ίδιος δέθηκε στο κατάρτι για να απολαύσει το όμορφο τραγούδι.

Μέδουσα/Γοργόνα

Ερυθρόμορφη υδρία του Ζωγράφου του Πανός, 460 π.Χ. Βρετανικό Μουσείο.

Η Μέδουσα είχε φρικτή μορφή, αντί για μαλλιά είχε φίδια στο κεφάλι και μετέτρεπε σε πέτρα όποιον την κοιτούσε. Ήταν μία από τις τρεις Γοργόνες -οι άλλες ήταν η Σθενώ και η Ευρυάλη- κόρες του Φόρκυ και της Κητώς που ήταν θαλάσσιες θεότητες. Κάποτε ο Πολυδεύκης, βασιλιάς της Σερίφου, ζήτησε από τον ήρωα Περσέα να του φέρει το κεφάλι της Μέδουσας, ελπίζοντας ότι ο νεαρός θα έπεφτε θύμα της. Εκείνος όμως κατάφερε με τη βοήθεια της Αθηνάς να την αποκεφαλίσει χρησιμοποιώντας την ασπίδα του σαν καθρέφτη. Την στιγμή που της έκοβε το κεφάλι ξεπήδησαν από μέσα της ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ. Αργότερα ο Περσέας πρόσφερε το κεφάλι της Μέδουσας στην Αθηνά κι εκείνη το στερέωσε στην αιγίδα στο στήθος της. 

Σκύλλα

   Μηλιακό ανάγλυφο, 450 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο.

Η Σκύλλα ήταν κι αυτή κόρη του Φόρκυ και της Κητώς, κάποτε όμορφη νύμφη που την ποθούσε ο Ποσειδώνας. Η ζηλιάρα Αμφιτρίτη την μετέτρεψε σε τέρας δηλητηριάζοντας το νερό που έκανε μπάνιο. Η Σκύλλα είχε σώμα ψαριού, γυναικείο άνω κορμό και κεφαλές σκυλιών να προεξέχουν στο στήθος της. Στον Όμηρο η Σκύλλα μαζί με τη Χάρυβδη φυλάνε ένα στενό από το οποίο υποχρεωτικά πρέπει να περάσει ο Οδυσσέας με το καράβι του. Η Σκύλλα καταβροχθίζει ζωντανούς έξι από τους άνδρες του, αλλά ο ήρωας καταφέρνει να περάσει αβλαβής. 

Γρύπας

Ο Απόλλων επάνω σε γρύπα. Ερυθρόμορφη κύλικα, 380 π.Χ. Kunsthistorisches Museum Vienna

Ο γρύπας έχει σώμα λιονταριού, αλλά φτερά και κεφάλι αετού, συνδυάζει δηλαδή τα δύο εμβληματικότερα ζώα της φύσης κι ίσως γι’αυτό θεωρήθηκε ταιριαστός συνοδός για θεούς και βασιλείς. Ο Ηρόδοτος μαρτυρεί μια παράδοση σύμφωνα με την οποία οι Γρύπες ήταν φύλακες του χρυσού στα βουνά του Βορρά και οι γείτονες τους, οι μονόφθαλμοι Αριμασποί τους επιτίθονταν με τα άλογά τους για να κλέψουν τους θησαυρούς τους.

Λερναία Ύδρα

  Αττική λήκυθος, 500-475 π.Χ. Μουσείο του Λούβρου.

Η Λερναία Ύδρα ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, ένα φρικτό υδρόβιο τέρας με χαρακτηριστικά ερπετού και πολλά κεφάλια - φίδια. Μάλιστα όταν κανείς έκοβε ένα, στη θέση του φύτρωναν δύο άλλα. Ζούσε στην Λέρνα της Αργολίδας και περνούσε τον καιρό της βασανίζοντας τον κόσμο και φυλάγοντας μια πύλη προς τον Κάτω Κόσμο, μέχρι που την εξόντωσε ο Ηρακλής σταλμένος από τον Ευρυσθέα.

Πήγασος

Ασημένιο νόμισμα της Κορίνθου, 300-250 π.Χ. Βρετανικό Μουσείο.

Ο Πήγασος ήταν ένα φτερωτό άλογο, γιός του Ποσειδώνα και της Μέδουσας, από την οποία ξεπήδησε όταν εκείνη έχασε το κεφάλι της. Όταν κάποτε κατέβηκε στην Κόρινθο στην κρήνη Πειρήνη να πιεί νερό, εκεί τον αιχμαλώτισε και τον εξημέρωσε ο ήρωας Βελλεροφόντης και μαζί έκαναν πολλούς άθλους, όπως την εξόντωση της Χίμαιρας.

Χίμαιρα

Η Χίμαιρα του Arezzo, χάλκινο άγαλμα των τελών του 5ου αι. π.Χ. Museo nazionale Archeologico, Firenze.

Η Χίμαιρα ήταν ένα τρικέφαλο όν: είχε σώμα και κεφάλι λιονταριού, ουρά που κατέληγε σε κεφάλι φιδιού και στο μέσον της ράχης της έβγαινε ο λαιμός και η κεφαλή ενός αιγάγρου. Κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, έβγαζε από το στόμα της φωτιά σύμφωνα με τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο Βελλεροφόντης μπόρεσε να την σκοτώσει επειδή ήταν σε απόσταση ασφαλείας επάνω στον Πήγασο.

Κέρβερος

Η στιγμή που ο Ηρακλής φέρνει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, από τις σπάνιες χιουμοριστικές εικόνες της αρχαίας εικονογραφίας. Καιρετανή υδρία, 540 π.Χ. Μουσείο του Λούβρου. 

Ο Κέρβερος ήταν ένας σκύλος με τρία κεφάλια, με ουρά φιδιού, ο φοβερός φύλακας στην είσοδο του Άδη που δεν άφηνε τις ψυχές να βγουν και τους ζωντανούς να περάσουν. Η εξόντωση του Κέρβερου είναι ο τελευταίος άθλος του Ηρακλή, ο πιο δύσκολος, αυτός για τον οποίο ο ήρωας μυήθηκε πρώτα στα Ελευσίνια μυστήρια. Ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη (όπου μάλιστα συνάντησε τους φίλους του Θησέα και Πειρίθου) και ζήτησε την άδεια από τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου να φέρει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, πράγμα που κατάφερε μάλιστα χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα.

Πηγή: www.lifo.gr